- ομηγυρής
- ὁμηγυρής και δωρ. τ. ὁμαγυρής, -ές (Α)συναθροισμένος, συγκεντρωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμήγυρις*, κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε -ής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμηγυρέα — ὁμηγυρής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὁμηγυρής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέας — ὁμηγυρής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέες — ὁμηγυρής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
ὁμηγυρέεσσι — ὁμήγυρις assembly fem dat pl (epic) ὁμηγυρής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέεσσιν — ὁμήγυρις assembly fem dat pl (epic) ὁμηγυρής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)